Ενότητα 1: Διάλογος μεταξύ Ταινιοθηκών: από τον Ανρί Λανγκλουά, τον Κλοντ Μπερί και τον Ζαν Ρους στον Κώστα Γαβρά
Με αφορμή ένα ψεύτικο πάτωμα που είχε φτιαχτεί για τα σκηνικά της Υπόθεσης Νοτόριους, ο Τρυφώ είχε σχολιάσει στον Χίτσκοκ: «Για κάποιον επισκέπτη στα πλατό όλα αυτά είναι φοβερά αστεία και νομίζω πως θα μπορούσαμε να γυρίσουμε μια θαυμάσια κωμική ταινία με θέμα το γύρισμα μιας ταινίας». Ο Χίτσκοκ συμφώνησε: «Όλη η δράση θα εκτυλίσσεται μέσα σ’ ένα στούντιο, όχι πάνω στο πλατό, μπροστά στην κάμερα, αλλά έξω από το πλατό, ανάμεσα στις λήψεις. Οι σταρ της ταινίας θα είναι οι δευτερεύοντες ρόλοι και πρωταγωνιστές θα είναι οι κομπάρσοι». Και ο Τρυφώ υλοποίησε αυτή την ιδέα με την Αμερικανική νύχτα, δανειζόμενος τον τίτλο της από την τεχνική ορολογία του κινηματογράφου (νυχτερινή σκηνή που γυρίζεται τη μέρα).
Ο Φρανσουά Τρυφώ (1932-1984) ήταν γάλλος κριτικός, σκηνοθέτης, σεναριογράφος και ηθοποιός του κινηματογράφου, από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους του γαλλικού Νέου Κύματος. Με τη βοήθεια του θεωρητικού του κινηματογράφου Αντρέ Μπαζέν, άρχισε να γράφει κριτικές στο περιοδικό Cahiers du cinéma, με το οποίο, μαζί άλλους συναδέλφους του, άνοιξαν τον δρόμο για τη Nouvelle Vague και το μη εμπορικό κινηματογράφο. Με τη μικρού μήκους ταινία του Les Mistons (1958) και θέμα τη σεξουαλική αφύπνιση μιας ομάδας νεαρών, πρόβαλε τις σχετικές θεωρίες του, τις οποίες συνέχισε στην ημι-αυτοβιογραφική μεγάλου μήκους ταινία του Τα 400 χτυπήματα (1959), μία γεμάτη ειλικρίνεια αλλά και ποίηση ταινία που κέρδισε το βραβείο Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ των Καννών, γεγονός που τον καθιέρωσε ως τον κατ' εξοχήν ηγέτη της πρωτοεμφανιζόμενης τότε Nouvelle Vague. Ο Τρυφώ είχε επισκεφθεί την Αθήνα την δεκαετία του 70, προσκεκλημένος της Ταινιοθήκης και παρουσίασε την ταινία του, Απαλό δέρμα.