Ενότητα 1: Διάλογος μεταξύ Ταινιοθηκών: από τον Ανρί Λανγκλουά, τον Κλοντ Μπερί και τον Ζαν Ρους στον Κώστα Γαβρά
Η αφορμή και η ιδέα για τη δημιουργία της εθνο-μυθοπλαστικής αυτής ταινίας (μεταξύ μυθοπλασίας και εθνογραφικού ντοκιμαντέρ) προέκυψε όταν ο Ζαν Ρους παρουσίασε το 1985 στο Φεστιβάλ της Βενετίας ένα ντοκιμαντέρ της σημαντικής νιγηριανής σκηνοθέτιδας, εθνογράφου και πολιτικού Μαριάμα Χίμα. Η Μαριάμα και ο ξάδελφός της, ο ηθοποιός και επιστήθιος φίλος του Ρους Νταμουρέ Ζίκα, περιπλανιούνται στη Βενετία και παρακολουθούν πώς φτιάχνονται οι γόνδολες (που διαφέρουν από τις πιρόγες που πλέουν στον ποταμό Νίγηρα), ψάχνοντας για ένα λατρευτικό αντικείμενο, που δεν είναι άλλο από το μαγικό τσεκούρι του πνεύματος της βροντής της φυλής των Ντόνγκο... Η ταινία αντλεί έμπνευση και από ένα πίνακα του βενετού ζωγράφου Τζεντίλε Μπελίνι.
Ο ανθρωπολόγος και σκηνοθέτης Ζαν Ρους (1917-2004) υπήρξε ένας από τους πιο σημαντικούς εκπρόσωπους του εθνογραφικού ντοκιμαντέρ, του Cinéma Vérité (σινεμά της αλήθειας) και της εθνο-μυθοπλασίας. Στα μέσα της δεκαετίας του 1940, άρχισε να κάνει εθνογραφικά ντοκιμαντέρ για τους τρόπους λατρείας των κατοίκων της περιοχής του Νίγηρα και εν τέλει έζησε περισσότερο από εξήντα χρόνια στην Αφρική, δημιουργώντας δεκάδες εθνογραφικά ντοκιμαντέρ. Μερικά από τα πιο σημαντικά είναι: Οι τρελοί αφέντες (1955), Εγώ, ένας μαύρος (1958), αλλά και Το χρονικό ενός καλοκαιριού (1961), στο οποίο, μαζί με τον εθνολόγο Εντγκάρ Μορέν, διερευνά τη ζωή στη Γαλλία. Ο χειροποίητος και επινοητικός κινηματογράφος του Ρους επηρέασε βαθιά τους σκηνοθέτες της Nouvelle Vague. Από το 1986 έως το 1991 διατέλεσε διευθυντής της Γαλλικής Ταινιοθήκης. Πέθανε στον Νίγηρα, σε ηλικία 86 χρονών από αυτοκινητιστικό δυστύχημα.