Στην καρδιά της Πορτογαλίας, ανάμεσα στα βουνά, ο Αύγουστος σφύζει από ζωή και γιορτινή διάθεση. Οι μετανάστες επιστρέφουν στην πατρίδα τους, ανάβουν πυροτεχνήματα, σβήνουν φωτιές, τραγουδούν καραόκε, πηδούν από γέφυρες, κυνηγούν αγριόχοιρους, πίνουν μπίρα, φέρνουν παιδιά στον κόσμο. Αν ο σκηνοθέτης και το συνεργείο του είχαν συγκρατηθεί και δεν είχαν ενδώσει στον πειρασμό να συμμετάσχουν στις εκδηλώσεις, η πλοκή θα συνοψιζόταν στα εξής: η ταινία παρακολουθεί την τρυφερή σχέση μεταξύ ενός πατέρα και της κόρης του, καθώς και του ξαδέλφου της, όλοι τους μουσικοί σε ένα χορευτικό συγκρότημα. Στη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του ο Μιγκέλ Γκόμες συνδυάζει μυθοπλασία και ντοκιμαντέρ, τοποθετώντας τον εαυτό του και το συνεργείο του πλάι σε ένα καστ μη
επαγγελματιών ηθοποιών. Το αποτέλεσμα είναι μια περιπετειώδης, γοητευτική, αντισυμβατική ταινία δρόμου, ένα έργο σε διαρκή εξέλιξη που δεν μπορείς παρά να αγαπήσεις.