Πρόκειται για την ιστορία του γοητευτικού αλλά απένταρου Πιερ Λαμπέτη, γνωστού ως “Πρίγκιπα”, την ερωτευμένη μαζί του ανθοπώλη Τιτίκα και τα δύο φιλαράκια του, το κωμικό ντουέτο του Καρούμπα (που τον υποδύεται ο λιμπρετίστας Γιάννης Πρινέας) και του Καρκαλέτσου. Στήνουν μια φάρσα στον πομπώδη και πλουσιότατο Ξενοφώντα Παραλή για να διεισδύσουν στο αρχοντικό του, λέγοντας ότι ο “Πρίγκιπας” είναι αριστοκράτης. Εκεί, ο “Πρίγκηπας”, ανακαλύπτει ότι η κόρη του πλούσιου άνδρα, η Βέρα, που τον γοητεύει, είναι η μυστηριώδης γυναίκα που διέσωσε νωρίτερα από ένα ατύχημα ιππασίας. Η τύχη θα χαμογελάσει στον "Πρίγκηπα" και θα κληρονομήσει ένα πλούσιο θείο, και ο Παραλής θα τον συγχωρέσει. Θα διαλέξει τελικά όμως την Τιτίκα.
Δημήτρης Γαζιάδης
Ο Δημήτρης Γαζιάδης (1897-1961) γεννήθηκε και πέθανε στην Αθήνα. Σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου πριν αρχίσει να κάνει κινηματογράφο. Στο Βερολίνο, ήταν βοηθός των Γκέοργκ Παμπστ, Ερνστ Λούμπιτς, Αλεξάντρ Κόρντα και Αντρέ Ντουπόν. Επέστρεψε στην Ελλάδα για να κινηματογραφήσει τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο (1919-1922), περισσότερο ως σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ παρά ως κινηματογραφιστής επικαίρων. Δημιούργησε, με τους αδελφούς του, Κώστα (που ήταν οπερατέρ στις Ηνωμένες Πολιτείες) και Μιχάλη, την εταιρεία παραγωγής Νταγκ Φιλμ τη δεκαετία του 1920. Συνέχισε να δημιουργεί κυρίως ιστορικά ντοκιμαντέρ μέχρι το 1955.
Για την ταινία
“Οι Απάχηδες των Αθηνών” του Δημήτρη Γαζιάδη είναι η πρώτη "άδουσα και ηχητική" ελληνική ταινία (1930), που επί δεκαετίες θεωρείτο χαμένη. Η κόπια σε θετικό φιλμ βρέθηκε, πριν τέσσερα χρόνια, στη Γαλλική Ταινιοθήκη, γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό καθώς πρόκειται για την πρώτη ελληνική ταινία που συνοδευόταν από συγχρονισμένη ηχογράφηση της μουσικής και των τραγουδιών. Η πρώτη αυτή διασκευή, σε ελεύθερη απόδοση, της ομώνυμης οπερέτας, αποτελεί έναν ανεκτίμητο, χαμένο μέχρι σήμερα, κρίκο στην ιστορία του πρώιμου ελληνικού κινηματογράφου. Η ομώνυμη οπερέτα, με μουσική του Νίκου Χατζηαποστόλου και με λιμπρέτο του Γιάννη Πρινέα, είχε κάνει πρεμιέρα στις 19 Αυγούστου 1921 και είχε σημειώσει μεγάλη επιτυχία. Ακόμη και σήμερα θεωρείται πρωτοποριακή για την απόδοση των χαρακτήρων της εργατικής τάξης. Η λέξη “απάχηδες” προέρχεται από τον γαλλικό όρο “apaches”, ο οποίος προσδιόριζε τα μέλη του κοινωνικού περιθωρίου της εποχής.
Η υβριδική αυτή ταινία (οπερέτα / ρομαντική κωμωδία) ακολουθεί με ελεύθερο τρόπο την πλοκή της οπερέτας και η κύρια δύναμή της έγκειται στην υψηλή αισθητική της κινηματογράφησης, η οποία καταγράφει έξοχα ορισμένα από τα σημαντικότερα τοπόσημα της Αθήνας και των περιχώρων, και συλλαμβάνει την καθημερινότητα του 1930 στην Πλάκα, στου Ψυρρή, στην Αγορά, στο Θησείο, στο Γκάζι, στα Χαυτεία, στην Πλατεία Συντάγματος, στην Ομόνοια, στην οδό Σταδίου, στην Πανεπιστημίου, αλλά και στα Ανάκτορα του Τατοΐου.
Η έλλειψη κινηματογραφικών στούντιο εκείνη την εποχή, όπως συνέβη συχνά στην ιστορία του κινηματογράφου, οδήγησε τον σκηνοθέτη να επιλέξει να κινηματογραφήσει σε πραγματικές τοποθεσίες και ως εκ τούτου να δημιουργήσει “ αυθεντικές εικόνες της Ελλάδας”. Ωστόσο, συμπεριλαμβάνοντας ρεαλιστικές σκηνές, προχώρησε πέρα από την απεικόνιση των τοποσήμων της πόλης, και αποκάλυψε, στις γραφικές γειτονιές της Πλάκας και του Θησείου, την κοινωνική φτώχεια και τους οικισμούς των προσφύγων που μέχρι τότε δεν είχαν κινηματογραφηθεί ή συμπεριληφθεί σε μια δημοφιλή ταινία. Έτσι, η ταινία δίνει μια ρεαλιστική απεικόνιση μιας κοινωνίας που βιώνει βαθιές κοινωνικές διαιρέσεις και πράγματι αποκαλύπτει την κοινωνική ψαλίδα που οδήγησε σε μια “θνησιγενή δημοκρατία”. Ακόμα κι αν η πλοκή αποσπά τον θεατή από το να εστιάσει υπερβολικά στο κοινωνικό πλαίσιο, οι εικόνες της φτώχειας και της κοινωνικής ανισότητας εκτίθενται στα μάτια του.
Η ιστορική αυτή ταινία, πολύτιμο ντοκουμέντο για την Αθήνα του μεσοπολέμου και βασικός πρόδρομος του ελληνικού νεορεαλισμού, “ζωντανεύει” και πάλι υπό την αιγίδα του Κώστα Γαβρά, μέσα από τη συνέργεια της Ταινιοθήκης της Ελλάδος, της Γαλλικής Ταινιοθήκης και της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Η αποκατάσταση πραγματοποιήθηκε με δωρεά από το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (ΙΣΝ). Την ανασύσταση της λαμπρής ορχηστρικής και χορωδιακής μουσικής που συνόδευε την ταινία ανέλαβε το Κέντρο Ελληνικής Μουσικής. Ο Γιάννης Τσελίκας έκανε την επιμέλεια και προσαρμογή της μουσικής επένδυσης κι ο Γιάννης Σαμπροβαλάκης τη μουσικολογική έρευνα. Υπεύθυνη αποκατάστασης ήχου και εικόνας ήταν η Ηλέκτρα Βενάκη. H ηχητική και μουσική επένδυση στην τελική ψηφιακή αποκατάσταση περιλαμβάνει αποσπάσματα από τις αρχικές ηχογραφήσεις της ταινίας καθώς και νέες ηχογραφήσεις της μουσικής ανασύστασης, με τη συμμετοχή της Εθνικής Συμφωνικής Ορχήστρας της ΕΡΤ και των Μονωδών της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, υπό τη διεύθυνση του Αναστάσιου Συμεωνίδη.
- Σελίν Ρουιβό και Μαρία Κομνηνού
Αποκλειστικός δωρητής αποκατάστασης: