Πρόκειται για την πρώτη διασκευή της ομώνυμης οπερέτας του Νίκου Χατζηαποστόλου και του Γιάννη Πρινέα, σε ελεύθερη απόδοση και αποτελεί έναν σημαντικό, χαμένο μέχρι σήμερα, κρίκο στην ιστορία του πρώιμου ελληνικού κινηματογράφου.
Η ταινία, στην οποία πρωταγωνιστούν θρυλικές μορφές της ελληνικής οπερέτας όπως ο Πέτρος Κυριακός, η Μαίρη Σαγιάνου, ο Πέτρος Επιτροπάκης, ο Γιάννης Πρινέας, κ.α., παρουσιάστηκε ως η πρώτη «ηχητική και άδουσα ελληνική ταινία», με τον ήχο της γραμμένο και συγχρονισμένο σε δίσκους γραμμοφώνου. Ο Γιάννης Πρινέας υπογράφει και το σενάριο της ταινίας.
Η κόπια που βρέθηκε στη Γαλλία, με γαλλικούς μεσότιτλους, παρουσιάζει τον ήρωα Pierre Lampetis, σε αναλογία του Κώστα Λαμπέτη της οπερέτας και του ελληνικού φυλλαδίου της ταινίας. Ο νέος αυτός, σύμφωνα με το διαφημιστικό φυλλάδιο της ταινίας του 1930, "ζούσε σε μια φτωχική συνοικία των Αθηνών, όπου κανένας δεν εγνώριζε την πραγματική του καταγωγή. Είχε μια σοβαρά και υπερήφανη συμπεριφορά, που αποτελούσε αντίθεση στα πενιχρά του φορέματα και την άθλια ζωή του. Γι'αυτό όλοι οι γείτονες που γνώριζαν καλά τη φτώχεια του, τον φώναζαν, κοροϊδευτικά, Ο Πρίγκιπας." Έχει δύο επιστήθιους φίλους, τον Καρούμπα και τον Καρκαλέτσο, ενώ, η πανέμορφη μικρή ανθοπώλις, Τιτίκα, τον αγαπά μυστικά. Ο Πρίγκιπας συναντά τυχαία, την όμορφη και πλούσια Βέρα, την ερωτεύεται και την χάνει. Η μοίρα όμως τους ενώνει και πάλι μέσα από μια σειρά παρεξηγήσεων, αλλά, στο τέλος ο Πρίγκιπας διαλέγει την φτωχή αγαπημένη Τιτίκα.
Η κύρια δύναμη της ταινίας έγκειται στην υψηλή αισθητική της κινηματογράφησης, η οποία καταγράφει έξοχα ορισμένα από τα σημαντικότερα τοπόσημα της Αθήνας και των περιχώρων, και συλλαμβάνει την καθημερινότητα του 1930 στην Πλάκα, στου Ψυρρή, στην Αγορά, στο Θησείο, στο Γκάζι, στα Χαυτεία, στην Πλατεία Συντάγματος, στην Ομόνοια, στην οδό Σταδίου, στην Πανεπιστημίου, αλλά και στα Ανάκτορα του Τατοΐου.