Ενότητα 1: Διάλογος μεταξύ Ταινιοθηκών: από τον Ανρί Λανγκλουά, τον Κλοντ Μπερί και τον Ζαν Ρους στον Κώστα Γαβρά
Η ιστορία αφορά στην ερωτική, αμήχανη και αμφιθυμική σχέση δύο νέων, μιας αμερικανίδας φοιτήτριας, της Πατρίτσια (Τζιν Σίμπεργκ), και ενός γάλλου μικροεγκληματία, του Μισέλ Πουακάρ (Ζαν Πολ Μπελμοντό), στο Παρίσι. Ενώ ο Μισέλ καταζητείται από την αστυνομία, προσπαθεί να κάνει την Πατρίτσια να τον αγαπήσει και να το σκάσει μαζί του στην Ιταλία. Η ταινία έχει πολλές αναφορές στον αμερικανικό κινηματογράφο, με πολλές ανατροπές και καινοτομίες. Ο Γκοντάρ επινοεί πολλές τεχνικές που θα χαρακτηρίσουν το ύφος της Nouvelle Vague, όπως κάμερα στο χέρι που κινείται αδιάκοπα, μεγάλα σε διάρκεια πλάνα, jump cuts, στοπ-καρέ, γύρισμα σε εξωτερικούς χώρους, χαμηλός προϋπολογισμός, φυσικοί φωτισμοί, αυτοσχεδιασμός στην υπόθεση και στο διάλογο, πειραματισμός στον ήχο. Το σενάριο βασίστηκε σε μια ιδέα του Τρυφώ, ενώ διευθυντής φωτογραφίας ήταν ο Ραούλ Κουτάρ, συνεργάτης του Γκοντάρ και σε άλλες ταινίες και ένας από τους πιο ευρηματικούς διευθυντές φωτογραφίας της Nouvelle Vague. Η ταινία είναι επίσης αξιοσημείωτη για τον περίπλοκο γυναικείο χαρακτήρα της πρωταγωνίστριας.
Ο Ζαν Λικ Γκοντάρ (1930) είναι ενδεχομένως ο σημαντικότερος εν ζωή σκηνοθέτης του γαλλικού κινηματογράφου. Με καταγωγή από την Ελβετία, σπούδασε ανθρωπολογία στο Παρίσι, όπου απορροφήθηκε από την αναδυόμενη παρισινή κινηματογραφοφιλία της δεκαετίας του 1950 και σύντομα, από κριτικός του κινηματογράφου, έγινε ένας από τους κορυφαίους σκηνοθέτες της Nouvelle Vague. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 έκανε πολιτικοποιημένο κινηματογράφο, αλλά και όλο του το έργο —πάνω από 50 ταινίες— διαπνέεται από μια πολιτική αισθητική του κινηματογράφου, με την οποία αναστοχάζεται φιλοσοφικά τις εκφραστικές δυνατότητες του κινηματογράφου. Αξίζει να σημειωθεί το πολυμεσικό έργο του Histoire(s) du cinéma (1998), στο οποίο στοχάζεται ταυτόχρονα πάνω στην Ιστορία αλλά και τις ιστορίες του σινεμά.