Ενότητα 1: Διάλογος μεταξύ Ταινιοθηκών: από τον Ανρί Λανγκλουά, τον Κλοντ Μπερί και τον Ζαν Ρους στον Κώστα Γαβρά
Ένας ευγενικός νέος, ο Μισέλ, προσπαθώντας να επιβιώσει, διαπράττει μικροκλοπές. Αργότερα, όμως, αυτές οι κλοπές γίνονται συχνότερες και ο Μισέλ μετατρέπει τούτο τον παράνομο βιοποριστικό του τρόπο σε τέχνη. Κατόπιν, η αστυνομία τον συλλαμβάνει και αυτό τον κάνει να σκεφτεί τις ηθικές προεκτάσεις της παρανομίας. Στην ταινία διαφαίνεται το ύφος του Μπρεσόν, τόσο για τον αποστασιοποιημένο ηθοποιό-μοντέλο όσο και για το μοντάζ, το οποίο μέσω έκκεντρων καδραρισμάτων και κοντινών πλάνων, εν προκειμένω στα επιδέξια χέρια του πορτοφολά, δημιουργεί ιδιαίτερους, σχεδόν απτικούς, φιλμικούς χώρους. Παραπέρα όμως, όπως και σε άλλες ταινίες του, ο Μπρεσόν μέσω της αισθητικής του κινηματογράφου στοχάζεται την ηθική των προσώπων και των πραγμάτων.
Ο Ρομπέρ Μπρεσόν (1901-1999) ήταν ένας μοναδικός γάλλος σκηνοθέτης, γνωστός για την ασκητική και πνευματική του προσέγγιση. Οι ερασιτέ-χνες ηθοποιοί, η σπάνια χρήση μουσικής και το ιδιαίτερο σκηνοθετικό του ύφος στην απόδοση του χώρου, οδήγησαν στο να θεωρούνται τα έργα του ως εξέχοντα δείγματα μινιμαλιστικού και φιλοσοφικού κινηματογράφου. Σκηνοθέτησε δεκατρείς ταινίες μεγάλου μήκους. Μερικές από τις πιο σημαντικές είναι: Ένας καταδικασμένος σε θάνατο δραπέτευσε (1956), Η δίκη της Ζαν ντ’ Αρκ (1962), Στην τύχη ο Μπαλταζάρ (1966) και τo Χρήμα (1983). Εξάλλου, έγραψε ένα σημαντικό δοκίμιο για την τέχνη του κινητογράφου με τίτλο «Σημειώσεις για τον κινηματογράφο» (1975).