Μετά από πληθώρα μικρού και μεσαίου μήκους ταινιών που εξωθούν στα άκρα τον υβριδισμό του είδους, ο Μπερτράν Μαντικόέγινε γνωστός και αγαπήθηκε από το διεθνές και ελληνικό κοινό με την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του “Άγρια Αγόρια” (2017). Με το αφιέρωμα του 11ου ΦΠΚΑ “Μπερτράν Μαντικό: Αισθητηριακές Μαγγανείες” δίνεται η ευκαιρία στο ελληνικό κοινό να γνωρίσει 17 μικρού και μεσαίου μήκους ταινίες από το πειραματικό έργο του, το οποίο διατρέχεται από την έντονη κλίση του για παρεκβατικές αφηγήσεις και μία ριζοσπαστική προσωπική αισθητική.
Από την πρώτη μικρού μήκους ταινία του “Ο Μπλε Ιππότης”, το μοτίβο της ιεροτελεστίας χαρακτηρίζει μεγάλο κομμάτι της αταξινόμητης δουλειάς του, αφορώντας πότε τελετές στο εσωτερικό των οργάνων μίας γυναίκας στο “Προϊστορικό Καμπαρέ”και πότε αινιγματικά θανατικά παιχνίδια στο “Λέει Ότι Έχει Πεθάνει”. Η εμμονή αυτή δεν λείπει ούτε από το “Ο Μπορό Στο Κουτί” που εμπνέεται ελεύθερα από τη ζωή του Βαλεριάν Μπορόβτσικ. Οι ταινίες που Μαντικό χαρακτηρίζονται από έναν καταιγισμό ποίησης και αλλοκοτιάς: φουτουριστικοί μύθοι με κατατρεγμένες από τον πόθο υστεροφημίας καλλιτέχνιδες στο “Αποκάλυψη Μετά”, μπαρόκ ιστορίες για απωθημένες παρορμήσεις που ξεφεύγουν, με χαρακτήρες πολύχρωμους, υπέρμετρους, διαχυτικούς στο “Η Παναγία Των Ορμονών”, σκετσάκια μίξης αυτοαναφορικότητας και εγκιβωτισμού των κάδρων στο “Ό,τι Είδατε Είναι Αλήθεια”, επαναπροσέγγιση κι εκτίναξη θρυλικών μύθων στο “Έχει Μείνει Καμιά Παρθένα Ζωντανή;”, ηρωίδες στοιχειωμένες από δαίμονες και φαντασιώσεις στο “Φεμινισμός Και Πολιτική” ή από παλιές αναμνήσεις στο “Σ... Σα... Σαλάμ... Σαλαμπό...”, λαμβάνουν χώρα άλλοτε σε μελαγχολικά τοπία του παγωμένου Βορρά κι άλλοτε σε ανύπαρκτους πλανήτες. Ο Μαντικό ορκίζεται ότι τα φαινόμενα απατούν στο “Καταθλιπτικός Μπάτσος” και, άλλωστε όπως λέει ο ίδιος, “το τέλος του κόσμου δεν είναι ποτέ μακρυά”.
Σαν μετεωρίτης από ένα παράλληλο σύμπαν, ανατινάζει στερεότυπα και νόρμες, και μοιράζεται μαζί μας τις δικές του ουτοπίες, κουήρ, παιχνιδιάρικες και αισθησιακές.
Επιλογή ταινιών, προγραμματισμός, εισαγωγικό κείμενο:
Όλια Βερροιοπούλου