Η επιλογή των ταινιών του Διεθνούς Διαγωνιστικού την περίοδο της πανδημίας έφερε εκ νέου ζητήματα που αφορούν τη σχέση του κινηματογράφου με την έννοια του αρχείου. Εάν, σύμφωνα με τον Ντεριντά, οι ταινίες μπορούν να είναι επίσης “αρχεία του κακού: απόκρυφα ή κατεστραμμένα, παραλλαγμένα ή απωθημένα”, τότε η σχέση επιμελητών και σκηνοθετών εξελίσσεται σε μια σχέση “συνενοχής” πάνω στη διαχείριση των φιλμικών κειμένων ως πολιτιστικών ευρετηρίων. Ως εκ τούτου, επιλέχθηκαν ταινίες σκηνοθετών, οι οποίοι “δεν παραιτούνται από την ανάγκη να οικειοποιηθούν μια εξουσία πάνω στο τεκμήριο”, ενώ υφαίνουν αφηγήσεις πάνω σε συλλογικές και προσωπικές αναμνήσεις.
Στην ταινία, “Γένος Παν”, ο Λαβ Ντίαζ αντλεί από τη συλλογική μνήμη σκληρών αγώνων ενάντια τόσο στο τυραννικό καθεστώς των σύγχρονων Φιλιππίνων αλλά και από αυτή του αποικιακού παρελθόντος. Ο Χούμπερτ Ζάουπερ, στο ντοκιμαντέρ “Επίκεντρο”, διατρέχει το πολιτιστικό ευρετήριο της Κούβας και αξιοποιεί τόσο επίκαιρα και κινηματογραφικές ταινίες, όπως του Τσάπλιν, όσο και πρόσφατες αναμνήσεις και μαρτυρίες Κουβανών, κυρίως παιδιών, για να συνθέσει μια ως τώρα ανείπωτη ιστορία του νησιού. “Ο Θάλαμος Προβολής”, του Ραανάν Αλεξάντροβιτς, είναι μια ισχυρή παραβολή για την εμπειρία της θέασης, στην οποία εμείς οι θεατές, όπως η θεατής εικόνων από τη Δυτική Όχθη στο ντοκιμαντέρ, την ίδια στιγμή που παραμένουμε “δεσμώτες” του πλατωνικού σπηλαίου δεν παραιτούμαστε από την ανάγκη να οικειοποιηθούμε μια εξουσία πάνω στο τεκμήριο. Στο ντοκιμαντέρ του Ζόναθαν Ρεσινιό “Απεργείς ή Πεθαίνεις”, αρχειακό υλικό από απεργίες ανθρακωρύχων στην περιοχή της Λωρραίνης, συνυφαίνεται με σύγχρονες ιστορίες, όπως αυτή των φυσικών και διανοητικών δοκιμασιών που υφίστανται έφηβοι αραβικής καταγωγής σε αγώνες πυγμαχίας.
Το σώμα ως πεδίο εγγραφής οδυνηρών αναμνήσεων αποτελεί το θέμα των ταινιών τεσσάρων γυναικών σκηνοθετών και ενός άντρα. Στην ταινία “Το Μεξικανικό Μπρέτσελ Μου”, η Νούρια Χιμένεθ χειρίζεται με μαεστρία ένα ερασιτεχνικό οικογενειακό αρχείο φιλμ, από τη δεκαετία του 1950, και επινοεί μια πιραντελική αλλά εξόχως κινηματογραφική μυθοπλασία για τις εγγραφές της μνήμης στο σώμα. Στο “Σύννεφο Στο Δωμάτιο Της”, η Ζενγκ Λου Σινιουάν δημιουργεί μια ηρωίδα που θυμίζει Νουβέλ Βαγκ, η οποία, με έντονη σωματικότητα, διατρέχει διαταραγμένες οικογενειακές και διαπροσωπικές σχέσεις στο αχανές και αλλοτριωτικό Χανγκζού στην Κίνα. Στο “Κιτάμπ αλ- ισφάρ: Το Βιβλίο του Ταξιδιού”, η Μπάμπα Χίλμαν ανατρέχει στις αναμνήσεις ενός παραλίγο μοιραίου ατυχήματος και αφηγείται πως αυτό την έφερε κοντά στον μυστικιστικό σουφισμό. Η Τζασμίν Λόπεζ από την Αργεντινή, στο “Αν Ήμουν ο Χειμώνας”, περιπλανάται όπως η ηρωίδα της σε μια απομονωμένη έπαυλη για να γιατρέψει δύο τραύματα: την ήττα της Αριστεράς στην οποία ανήκε ο κινηματογραφόφιλος πατέρας της και μια δικιά της διαλυμένη σχέση. Τέλος, ο Κλοντ Ντεμέρ στη δοκιμιακή και εξόχως ποιητική του ταινία, “Μια Γυναίκα, η Μητέρα μου”, επεξεργάζεται το τραύμα της απόρριψης από τη μητέρα του μέσω αρχειακού υλικού από το Κεμπέκ της δεκαετίας του 1960.
Επιλογή ταινιών: Νίνα Βελιγράδη, Hλέκτρα Βενάκη, Μαρία Κομνηνού, Νικόλ Μπρενέζ
Προγραμματισμός: Νίνα Βελιγράδη
Εισαγωγικό κείμενο: Μαρία Κομνηνού