Δέκα χρόνια μετά τον τυχαίο θάνατο του Θόδωρου Αγγελόπουλου στα γυρίσματα της ταινίας Η άλλη θάλασσα, αισθανόμαστε την ανάγκη, στο πλαίσιο του 12ου ΦΠΚΑ, να κάνουμε ένα αφιέρωμα με προβολές ταινιών του και μια συζήτηση για το έργο του, με προσκεκλημένους έλληνες και ξένους σκηνοθέτες και μελετητές της κινηματογραφικής του κληρονομιάς.
Ο Αγγελόπουλος ήταν ένας διεθνώς αναγνωρισμένος δημιουργός με ξεχωριστό προσωπικό ύφος. Αντλώντας έμπνευση από τον Μπρεχτ, στις πρώτες του ταινίες ήθελε να δικαιώσει τους ηττημένους στον ελληνικό εμφύλιο και στις μεταγενέστερες ταινίες του γενικότερα να φέρει στο προσκήνιο τους μετανάστες όχι μόνο από τα Βαλκάνια αλλά και από τις άλλες δοκιμαζόμενες περιοχές του κόσμου.
Η ιστορία γίνεται ο καμβάς για την κινηματογραφική ποίηση του Αγγελόπουλου στην πρώτη του τριλογία, την «τριλογία της Ιστορίας», η οποία είναι πιο εναρμονισμένη με έναν υλιστικό ρεαλισμό που δίνει προτεραιότητα στην έννοια της συλλογικότητας. Στο τέλος αυτής της τριλογίας, και σε ένα σταυροδρόμι προς πιο μεγάλες διεθνείς παραγωγές, η ταινία Ο Μεγαλέξαντρος είναι μια μεγαλειώδης βυζαντινή συμφωνία, στην οποία οι τόνοι της πρωτόγονης εξέγερσης σχετίζονται με την αποτυχία του ελληνικού κράτους να τηρήσει τις υποσχέσεις της μετάβασης στον εκσυγχρονισμό και τον εκδημοκρατισμό σύμφωνα με τις επαγγελίες επαναστατικού σχεδίου του 1821. Η ταινία Ταξίδι στα Κύθηρα, εστιάζει στα κίνητρα πίσω από το ταξίδι και υποδηλώνει τη ρευστότητα στη διαμόρφωση της πολιτικής ταυτότητας. Έτσι ο Αγγελόπουλος δημιούργησε μοντερνιστικά κινηματογραφικά κείμενα, στα οποία οι θεατές καλούνται να γίνουν παραγωγοί νέων ερμηνειών της Ιστορίας, στο πλαίσιο όμως της μεγάλης μετα-αφήγησης του μαρξισμού.
Στην προτελευταία του τριλογία, “την τριλογία των συνόρων” (Το μετέωρο βήμα του πελαργού, Το βλέμμα του Οδυσσέα και Μία αιωνιότητα και μία μέρα) εγκαταλείπει τις μπρεχτικές τεχνοτροπίες και τον υλιστικό ρεαλισμό, που ήταν τα ορόσημα της πρώτης του τριλογίας, και δίνει προτεραιότητα στο προσωπικό του ύφος, το οποίο βρίσκεται «σε έναν συνεχή αναστοχασμό για τις προθέσεις σχετικά με εξωτερικές πολιτιστικές επιδράσεις». Ωστόσο, διατήρησε το πλάνο-σεκάνς και τις αργές εκτεταμένες κινήσεις της κάμερας ως βασικές τεχνοτροπίες για τη συνέχιση του ιστορικού του έργου, μαζί με μια λυρική αίσθηση της σχέσης μεταξύ τοπίου και κινηματογράφου και αναμειγνύοντας το προσωπικό και το τοπικό στο φόντο του ξεθωριάσματος των μεγάλων αφηγήσεων. Οι μεταγενέστερες ταινίες του προέβλεπαν την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού και του παγκόσμιου καπιταλισμού, που οδήγησαν στις επαναλαμβανόμενες ελληνικές και ευρωπαϊκές κρίσεις. Οι ταινίες του αυτές είναι εμποτισμένες με μια αίσθηση του τραγικού που στοιχειώνει την Ευρώπη και που αντίθετα με την ευφορία του «τέλους της Ιστορίας», σηματοδοτούν τη διαρκή παρουσία της.
Επιλογή ταινιών, εισαγωγικό κείμενο: Μαρία Κομνηνού
Προγραμματισμός: Ιάκωβος Σκενδερίδης