Η βασική ιστορία της ταινίας αφορά έναν φτωχό καθηγητή Αγγλικών που κάνει φροντιστήριο στην κόρη μιας οικογένειας νεόπλουτων και φλερτάρει τόσο με την κόρη όσο και με τη μάνα της. Οι εσωτερικές συγκρούσεις του ήρωα, η μικροαστική πικρία, η συντριβή των ονείρων της νιότης και οι συμβιβασμοί στην υποκρισία του μεγαλοαστικού περιβάλλοντος αποδίδονται με μια οξεία αίσθηση του χιούμορ στους διάλογους. Παραπέρα όμως ο Μανθούλης, με το καινοτόμο σκηνοθετικό ύφος του -παρακάμπτοντας δεξιοτεχνικά τις αφηγηματικές συμβάσεις με τρόπο που θυμίζει Γκοντάρ, και τεμαχίζοντας την αφήγηση με εμβόλιμα πλάνα σεκάνς γεμάτα υπαινιγμούς- καυτηριάζει την προδικτατορική πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα, σατιρίζει την ανερχόμενη τάξη των νεόπλουτων και επιπλέον στιγματίζει την πολεοδομική καταστροφή της Αθήνας την δεκαετία του 1960.
Ο Ροβήρος Μανθούλης (1929-2022), ενεργός ως έφηβος στην αντι-ναζιστική αντίσταση, σπούδασε πολιτικές επιστήμες στην Αθήνα και στη συνέχεια κινηματογράφο στη Νέα Υόρκη. Σκηνοθέτησε ταινίες μυθοπλασίας -ενδεικτικά, Ψηλά τα χέρια Χίτλερ (1963) και Πρόσωπο με πρόσωπο (1966)- η εμμονή του όμως ήταν το ντοκιμαντέρ. Εξόριστος στο Παρίσι την περίοδο της δικτατορίας, εργάστηκε στη γαλλική τηλεόραση. Το 1975 ανέλαβε για ένα χρόνο την καλλιτεχνική διεύθυνση της ΕΡΤ. Αργότερα ταξίδεψε, φτιάχνοντας ντοκιμαντέρ για τη γαλλική τηλεόραση. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, κλήθηκε εκ νέου να συμβάλει στη βελτίωση της ελληνικής τηλεόρασης, αλλά τελικά αφιερώθηκε στη δημιουργία της τηλεοπτικής σειράς Ακυβέρνητες πολιτείες (1983-1986) και στο ντοκιμαντέρ Ελληνικός Εμφύλιος πόλεμος (1997) και στην εξάωρη τηλεοπτική εκδοχή του. Τη δεκαετία του 1990 επιτέλεσε σημαντικό έργο ως διαμεσολαβητής των πολιτισμικών σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Γαλλίας, ενώ επίσης εργάστηκε για την ανάδειξη του εκπαιδευτικού ρόλου της τηλεόρασης.
Με την υποστήριξη / With the support of: A Season of Classic Films - Association des Cinémathèques Européennes (ACE), Creative Europe MEDIA, ΕΣΠΑ/ NSRF.